Η Παναγία η Μοχιανή θα μας… σώσει!
«Να ‘ρθετε τη Δευτέρα στο χωριό γιατί θα φέρουνε την Παναγία τη Μοχιανή, που την είχε παραγγείλει ο Μητροπολίτης πριν πεθάνει, ζωή σε λόγου μας! Θα γίνει μεγάλη γιορτή!» είπε η κυρά Μαρίκα στην κόρη της, που ‘χε από χρόνια ξενιτευτεί στο Ηράκλειο.
«Τι λες, βρε μάνα που θα ‘ρθω στο χωριό… και τη βενζίνη ποιος θα την πληρώσει; Ο παπάς η ή Παναγία; Ή νομίζεις ότι μου περισσεύουν;” είπε η Ελπίδα στη μάνα της κι εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο της αποκρίθηκε:
«Να ‘ρθεις να πάρεις την ευλογία της!»
«Θα την πάρεις εσύ και κάνει το ίδιο!» ήταν η νέτη σκέτη απάντηση της Ελπίδας.
«Να πιστέψεις στην Παναγία αν θες γιατί εκείνη με ‘σωσε, τ’ ακούς;» είπε με επιβλητικότατα η μάνα της κι έκλεισε θυμωμένη το τηλέφωνο.
Η αλήθεια είναι πως όταν είχε βγάλει το χτικιό στο στήθος, της έστειλε μήνυμα η Παναγία , που κοιμότανε μαζί της κάθε βράδυ καθώς ακούμπαγε την εικόνα της στο προσκέφαλό της, πως θα γενεί… καλά! Είχε δει λέει ένα όνειρο-σημάδι από την Παναγιά: «Ήτανε μόνη, ολομόναχη στο δρόμο απέξω από το σπίτι της, νύχτα – σαν την πίσσα ένα μαύρο σκοτάδι, και είχε αντάρα… Μετά από λίγο ξεσπά μια τρομερή καταιγίδα που έπαιρνε τον κόσμο, αλλά αυτή εκεί ακίνητη, ούτε βρέχονταν, ούτε τα μαλλιά της κούναγε ο αέρας. Κι όπως ήταν στη μέση του δρόμου, εμφανίζεται η μάνα της, που ‘χε φύγει πάνω από δέκα χρόνια, και της λέει χαμογελαστά: «κάτσε παιδί μου εκεί που κάθεσαι και εγώ μπορώ κι μοναχή!» Και μόλις το λέει η καταιγίδα σταματά, ο αέρας σταματά, και άρχισε να ξημερώνει…» Αυτό το όνειρο ήταν η αφορμή να πάρει δύναμη η κυρά Μαρίκα και να ξεπεράσει το κακό που την είχε βρει.
Η Ελπίδα όμως δεν μπορούσε με τίποτα να πιστέψει τις αναχρονιστικές αντιλήψεις της μάνας της. Η επιστήμη άλλωστε, είχε προοδεύσει… είχε αποδείξει πως ο άνθρωπος είναι προϊόν εξελικτικής διαδικασίας του φυσικού κόσμου και πως η πιο βαθιά πηγή των θρησκευτικών μεταφυσικών αντιλήψεων είναι η εξαθλίωση και η αμάθεια, παράγοντες που φουντώνουν ολοένα εν μέσω οικονομικής κρίσης. Όσο για τους συγχωριανούς της η αμάθεια είχε φτάσει στο ζενίθ, αφού από τη δεκαετία του ’80 ακόμα τα περισσότερα παιδιά εγκατέλειπαν το σχολείο για να πάνε στην παραλία της Σταλίδας και να βγάλουν… λεφτά! Και τώρα που μας συνάντησε η εξαθλίωση έκανε το μείγμα εκρηχτικό!
Ο Μοχός, το χωριό της Ελπίδας κάποτε ήταν κεφαλοχώρι με περισσότερους από 2000 κατοίκους… Λίγο η μεταφορά των κατοίκων, ιδιαίτερα των νέων, στην Σταλίδα και στο Ηράκλειο, που πρόσφερε «εύκολο» χρήμα, λίγο ο Καποδίστριας και ο Καλλικράτης, συνολικά η ακολουθούμενη αντιαγροτική και αντιλαϊκή πολιτική που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις και όλοι οι Δήμαρχοι που πέρασαν, τον μετέτρεψαν σε… γηροκομείο 700 κατοίκων. Έτσι, αφημένο από θεούς κι ανθρώπους συνεχίζει την, υπό αυτές τις συνθήκες, νομοτελειακή προς εξαφάνιση πορεία όπως γίνεται λίγο πολύ με όλη την ύπαιθρο χώρα. Κι αυτό το γνώριζε καλά η Ελπίδα.
Η ίδια άλλωστε είχε επιλέξει να μεταφερθεί στο Ηράκλειο για να τελειώσει το σχολειό και να βρει μια δουλειά, που να μην είναι δουλεία, όπως στα ξενοδοχεία και τις ταβέρνες, όπου πάνω στο προσωπικό δοκιμάζονται οι πιο ευέλικτες μορφές εργασίας, οι πιο απάνθρωποι όροι ζωής. Και τι να ‘κανε δηλαδή; Να ‘μενε στο χωριό που δεν έχει άνθρωπο να μιλήσει, να ανταλλάξει μια κουβέντα; Που είναι μαραζωμένο με τις τιμές στα αγροτικά προϊόντα να σε στρέφουν στην εγκατάλειψη της γης και της παραγωγής; Που έχει ένα γιατρό κι αυτόν να περιφέρεται γύρω-γύρω σε όλα τα χωριά, έτσι, που ουσιαστικά να μην έχει ούτε γιατρό; Που έχει ένα παιδικό σταθμό κι αυτός οδεύει προς κλείσιμο; Που θα πήγαινε τα παιδιά της; Κι έπειτα, πως θα ζούσε; Η μόνη δουλειά που προσφέρεται είναι να εργαστείς στις ταβέρνες της πλατείας του χωριού, κι αυτό αν είσαι η τυχερή. Ειδάλλως τίποτα. Υποχρεωτικά κατεβαίνεις στη Σταλίδα, νοικιάζεις μια γκαρσονιέρα και για ένα εξάμηνο ξεχνάς τι θα πει… ζωή! Και εάν πάρεις τα λεφτά σου, γιατί τελευταία έγινε της μόδας οι ξενοδόχοι να πληρώνουν ένα χρόνο μετά τα δεδουλευμένα!!!
Όλα τούτα στριφογύριζαν στο κεφάλι της Ελπίδας, που το αγαπούσε το χωριό της αλλά τελευταία, πήγαινε στο πατρικό της μόνο όταν χρειάζονταν κάτι η μάνα της και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Κι ήταν αυτή η στεναχώρια της… με το τσουνάμι των φόρων και την κατρακύλα των μισθών, ζορίζονταν πολύ να επιβιώσει κι ας έμπαιναν δυο μισθοί στο σπιτικό της. Ώρες και φορές αναρωτιόταν πως επιβιώνουν άνθρωποι με ένα ή κανέναν μισθό αλλά απάντηση δεν έπαιρνε… «Άραγε ζουν;» διερωτόταν συχνά πυκνά. Αυτό που την εξόργιζε ιδιαίτερα ήταν πως κατάφερνε το παπαδαριό να επιβιώνει και μάλιστα τώρα να αγοράζει και εικόνες «θαυματουργές» μεν, πανάκριβες δε.
Την άλλη μέρα παίρνει η Ελπίδα τηλέφωνο τη μάνα της να δει αν έχει πάει στο καζάνι τα στέμφυλα να βγάλει τη τσικουδιά.
«Έλα μάνα, τι κάνεις;»
«Καλά είμαι. Τι θέλεις πάλι;»
«Να σε ρωτήσω αν έβγαλες τη τσικουδιά..»
«Δεν ξέρω τι θα κάνω, δεν έχω λεφτά για καζανέματα. Όταν θα ‘χω θα τη βγάλω…»
«Κι άμα κλείσουν τα καζάνια,, δεν θα πάνε οι κόποι σου στο βρόντο;»
«Ε, τι να πω;» είπε προβληματισμένη η μάνα της.
«Θέλεις να ‘ρθω να πάρω τα στέμφυλα να τα βγάλω εγώ;
«όχι σου λέω! Θα δω τι μπορώ να κάνω…»
«Και δεν μου λες ρε μάνα, πόσο κόστισε η Παναγία η Μοχιανή;»
«Αυτή παιδί μου την παράγγειλε ο Μητροπολίτης Νεκτάριος πριν πεθάνει πως θα την πλήρωνε η Μητρόπολη. Μετά πέθανε και ανέλαβε η ενορία να πληρώσει τα επιπλέον…» εξήγησε ήρεμα και καλά η μάνα της.
«Και πόσο πλήρωσε ο παπάς;»
«Άκουσα ότι η ενορία πλήρωσε τα τελευταία 3.000 ευρώ»
«Πες το ντε! Καλά τόσα λεφτά για μια εικόνα;»
«Πιάσε να πιστέψεις και άσε τα μυαλά που κουβαλάς!» της είπε η μάνα της και της ξανάκλεισε το τηλέφωνο.
Η ελπίδα την άλλη μέρα, παραμονή των Εσοδειών, πήγε στο περίπτερο να πάρει την κυριακάτικη εφημερίδα της. Έκατσε λίγο, αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον περιπτερά και μέσα στα διάφορα τη ρώτησε: «Δεν θα πας στο χωριό σου αύριο που θα γίνει η τελετή της Παναγίας της Μοχιανής;»
«Καλά εσύ που το ξέρεις;» αποκρίθηκε εκείνη.
«Δες την εφημερίδα που το γράφει…»
Η Ελπίδα χωρίς να χάνει χρόνο ανοίγει την εφημερίδα, την ξεφυλλίζει και στην έκτη σελίδα διαβάζει: “Παρακαλείσθε όπως προσέλθετε στη λατρευτική αυτή Σύναξη της Ενορίας για να λάβετε την ευλογία της Εφόρου και Προστάτιδος του Μοχού”.
Κι όντως την άλλη μέρα το απόγευμα οι πιστοί πλημμύρισαν το χωριό και πήραν μέρος σ’ αυτήν την… «λατρευτική σύναξη!». Η υποδοχή της Παναγίας της Μοχιανής έλαβε μεγάλες τιμές. Στην ειδική τελετή παραβρέθηκαν όλοι όσοι ευθύνονταν για την κατάντια του χωριού, όσοι το έχουν ξεχάσει και το έχουν αφήσει στη μοίρα του. Και μπροστά στα μάτια της Παναγίας της Μοχιανής εξιλεώθηκαν για αυτές τους τις… «αμαρτίες!»
ΥΓ. Για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας η «Παναγία η Μοχιανή» έχει φιλοτεχνηθεί από τον Μοχιανό Γιάννη Διαμαντάκη, ζωγράφο με ιδιαίτερο καλλιτεχνικό στιλ, από το 2010 -τουλάχιστον τότε την ανέβασε στο μπλοκ http://diamantakisgiannis.blogspot.gr/2010/11/blog-post_24.html – αλλά δεν έτυχε της δέουσας προσοχής, ούτε των ανάλογων… τιμών!!! Βλέπεται άλλο λαϊκή τέχνη κι άλλο τέχνη επί… πληρωμή!