Το έγκλημα
Οι εργάτες περπατάνε σκυφτοί.
Ευκαιρίες ζητούν να ανασάνουν στιγμιαία
Κι ύστερα να ξαναφορέσουν
το θλιμμένο προσωπείο της εκμετάλλευσης.
Η ήττα βαραίνει τους ώμους τους.
Η επιβίωση ένστικτα πρωτόγονα ξυπνά.
Σαν ο χαμένος διδαχτεί την ιστορία,
πως οι άρχοντες θα αλυσοδέσουν την οργή του;
Όμως το έγκλημα που συντελείτε
δεν είναι μοναχά ίδρος και αίμα.
Η δύναμη στριμώχνεται σε χύτρες με βαλβίδα ασφαλείας.
Δεν αρκεί φωτιά, πάνω για να πετάξει, το καπάκι.
Ο φονιάς δεν ντρέπεται για το έγκλημα που διαπράττει.
Φοβάται μην συλληφθεί επ’ αυτοφώρω.
Μα αφού οι νόμοι τους το επιτρέπουν,
ελεύθερος, θα συνεχίζει τη δουλειά του.
Η ζωή αμείλικτα φωνάζει
πως των φονιάδων η δύναμη εξαρτάται,
απ’ των θυμάτων τη μπόρεση και θέληση.
Ένας σαν αντισταθεί, το κάδρο αλλάζει της βαρβαρότητας.
Η αντίσταση σαν πράξη γίνει, συνειδητή,
την ασπίδα των τυράννων θα συντρίψει.
Και τ’ αύριο που ‘ρχονταν από μακριά
το πρώτο πεντάχρονο πλάνο κιόλας καθορίζει.