Αλληλεγγύη
Στη μικρή και ασήμαντη ζωή της δεν κατάφερε και πολλά… μονάχα τούτο: Ταυτίστηκε με τα παιδιά της άνοιξης, που, αργά ή γρήγορα, θα ρθει για τους πολλούς, θέλουν- δεν θέλουν, οι λίγοι.
Αρμένισε στις σκοτεινές πτυχές του ΕΙΝΑΙ της… Αμφισβήτησε για μια στιγμή, την πίστη στον Άνθρωπο και στην ανώτερη μορφή της ύλης: τη νόηση!
Δεν παραιτήθηκε, απλώς συνέβη! Ένα συντριπτικό χτύπημα τη σημάδεψε βαθιά. Ίσως αύριο να δέσει η πληγή, ίσως να αιμορραγεί ως τον στερνό βρόχο του θανάτου…
Έπειτα, μάζεψε τα κομμάτια της και συνέχισε σε πορεία ταλαντευόμενη… Εξύψωνε με πράξεις τη θέληση για ζωή ή την αμφισβητούσε.
Κατέπνιξε συναισθήματα και ανάγκες. Φοβήθηκε. Ναι, φοβήθηκε! Της καλλιέργησαν τον φόβο! Εκείνον που οδηγεί στο άγνωστο αλλά απρόσιτο και απεχθές μέλλον. Τα κεφάλια μέσα μάγκες φώναζαν τα δουλικά των αφεντικών κι η εκείνη έχωνε, όλο και πιο βαθιά, τις ανάγκες της στην αποθήκη.
Τώρα στέκει μονάχη μέσα στους τέσσερις τοίχους και φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής της: Βγάλτε με από δω… Έπεσα, με ρίξανε, δεν θυμάμαι! Ακούτε; Βγάλτε με… Ύστερα καταλαβαίνει πως πρέπει να βγει μονάχη…
Σώθηκαν οι δυνάμεις της… θέλει να κοιμηθεί… να κοιμηθεί… να κοιμηθεί… Πολύ κουράστηκε σε τούτο τον ολότελα μοναχικό δρόμο… Πολύ φαρμάκι κατάπιε… Πολύ αγάπη στερήθηκε… Όχι, δεν της έλειψαν οι συναναστροφές και οι αγκαλιές… Να μοιραστεί ήθελε την προσπάθεια και τον αγώνα στον σπουδαίο δρόμο προς το μέλλον! Την ανθρωπιά, μικρών και ταπεινών, για να λάμψει το φως του κόσμου, που μαζί ονειρευτήκαμε και μαζί παλέψαμε, οργανωμένα και συνειδητά!!!
Για δέστε την: Δεν παραιτήθηκε ποτέ, αλλά ώρες και φορές, παραιτείτε! Άλλοτε η πίστη στον Άνθρωπο τη συγκλόνιζε, τώρα όμως σέρνετε…
Άλλοτε πάλεψε θεούς και δαίμονες για το κάθε μικρό ή μεγάλο, καθήκον.. τώρα στέκετε και φωνάζει: Βοήθεια!
Κι είναι τούτη η άνοιξη η πιο κρύα…
Οι έμποροι διαλαλούν στις ηλεκτρονικές αγορές την πραμάτεια, μα οι άνθρωποι, κλεισμένοι στα σπίτια τους, σκύβουν το κεφάλι και κλείνουν τ’ αυτιά σαν να κουφάθηκαν…
Οι κυρίαρχοι προετοιμάζουν εντατικά, εν μέσω πανδημίας, τους πολέμους για να θυσιάσουν ζωές στο βωμό των κερδών, μα οι άνθρωποι σαν να τυφλώθηκαν. ..
Μέσα στην τόση προστυχιά και μπόχα τα παιδιά αναζητούν να μοιραστούν παίζοντας, την αθωότητά, μα κανείς δεν δίνει σημασία… Σταματήστε τη φασαρία. Όχι άλλα παιχνίδια! Τα κεφάλια μέσα!!!
Στα δελτία των οχτώ γυρίζεται η ζωή και η φρίκη της υπερπαραγωγή! Το ψωμί πικρό, το άγγιγμα απαγορεύεται, το βλέμμα θολό, οι κουβέντες μετρημένες… Η αξία της ανθρώπινης ζωής; Μηδέν!
Παντού οσμίζεσαι θάνατο… Τα αδιέξοδα μεγαλώνουν. Μας μπήζουν βαθιά στο χώμα. Κάποιος, ίσως να είναι ο αόρατος εχθρός-κορονοϊος, ίσως πάλι να φορά ράσο, κουκούλα, οργή ή δολάρια, σχηματίζει πάνω απ’ το μνήμα έναν αγκυλωτό σταυρό. Δεν αναγράφει ονοματεπώνυμο, ούτε ηλικία, παρά μόνο ετούτο:
Ώρα επτά και τριάντα δύο βραδινή, εφονεύθει η μέρα από τη νύχτα! Τώρα σκότος! Παντού σκότος! Και φόβος… Παντού φόβος!
Εκεί ακριβώς πάνω μια κόκκινη παπαρούνα φυτρώνει, κατακόκκινη σαν το αίμα που κυλά στις φλέβες μας, ευάλωτη στα γυρίσματα των καιρών… Αν την αγγίξεις πληγώνεται, αν την φυσήξεις μαδάει, αν σκύψεις να την ακούσεις, ψιθυρίζει: Φταίω! Φταις! Φταίμε!
Δεν είδαμε το λιβάδι με τις κόκκινες παπαρούνες που ’φερναν την άνοιξη. Την άνοιξη, που θρέψαμε αλλά δεν προφτάσαμε να χαρούμε! Ήρθε η καταιγίδα των αντιθέσεων και αντιφάσεων και σάρωσε κάθε δημιούργημα της εργασίας. Κι οι ποιητές σώπασαν και οι άνθρωποι κρύφτηκαν και η ελπίδα χάθηκε…
Απόμειναν μονάχα μερικοί μαστόροι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, με κουράγιο και απαντοχή και πίστη και θέληση, να ξαναχτίσουν συθέμελα το οικοδόμημα. Με καθαρή ματιά πια, πεντακάθαρη, αντίκρισαν τον τροχό της ιστορίας να γυρίζει με εκείνη και όλους μας προς την ανηφοριά ή χωρίς εκείνη και να πηγαίνει πίσω για όλους μας.
Σ’ αυτήν την κατρακύλα, σου ζητά να της πιάσεις το χέρι. Αν, λέω αν λιγοψυχήσει, βοήθησέ τη να πατήσει στα πόδια της και να πάρει πάλι θέση στην αλυσίδα, που μέρα τη μέρα, οδηγεί στην πιο ψηλή κορφή. Να σηκώσουμε με τις πλάτες μας τον ήλιο, που θα δώσει ζωή στον κόσμο της ισότητας και της αδερφοσύνης!
Οι νεκροί σηκώνονται απ’ το χώμα. Ανασταίνονται με λέξεις και πράξεις. Τσακίζουν τα σύμβολα του μίσους. Με σαφήνεια προσδιορίζουν το πεντάχρονο πλάνο!
Σαν βγει απ’ αυτό το σπίτι του φόβου, άλλοτε με δική της προσπάθεια, άλλοτε και με τη δική μας συμβολή, τη στιγμή ακριβώς που χάθηκε η απαντοχή της, θα μπορεί να κοιτάξει καθαρά στα μάτια και να διαβάσει την αλληλεγγύη. Τότε, μόνο τότε, ένα δάκρυ χαράς θα κυλίσει στο πρόσωπό της, γιατί θα ‘χούμε ζήσει όλοι στο μέλλον!!!