Η προβιά της… επιβίωσης!
Δεν το ‘χε δα συνήθειο από παλιά να πίνει πέντε-έξι καφέδες, αλλά απ’ όταν έπιασε δουλειά στο σούπερ, της έγινε. Νόμιζε πως διαφορετικά δεν θ’ άντεχε να είναι στην «τσίτα», όσο κρατούσε η βάρδια της, με το «νέο» καθεστώς εργασίας που κυριαρχούσε. Ορθοστασία, αλλαγή πόστου ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες που μεγάλωναν όσο μειώνονταν το προσωπικό, ειδικά τα ράφια που άδειαζαν από τα εμπορεύματα στο πι και φι και την ανάγκαζαν να σηκώνει ατελείωτα βάρη αλλά κυρίως, η αφόρητη πίεση, που ένιωθε όταν ήταν στο ταμείο μην τυχών κάνει κάποιο λάθος και της αφαιρεθεί το έλλειμμα από τον πενιχρό μισθό.
Κατάκοπη, όταν τέλειωνε το εξάωρο, έφτιαχνε ακόμα έναν καφέ για να πάρει δυνάμεις να πάει στο σπίτι της με τα πόδια . Όχι, δεν ήθελε να κάνει βόλτα. Απλώς έτσι θα γλύτωνε το εισιτήριο του λεωφορείου, μήπως και καταφέρει στο τέλος του μήνα να πάρει ένα παντελόνι, που όλο το έβαζε στόχο κι όλο της ξεγλιστρούσε μέσα από τα χέρια.
Η πολύ δουλειά όμως, δεν την απασχολούσε και τόσο, αφού δεν είχε να κάνει κάτι άλλο πιο σημαντικό στη διάρκεια του εικοσιτετραώρου της. Οι εκδηλώσεις, το θέατρο, οι συναυλίες, τα βιβλία, οι βόλτες και τα ταξίδια, είχαν βγει προ πολλού από τη ζωή της, πολύ δε περισσότερο οι ανθρώπινες σχέσεις. Δεν την έπαιρνε οικονομικά έλεγε και ξαναλέγε όταν κάποια φίλη της την καλούσε να βγουν και να ξεσκάσουν. Όταν δε, την καλούσαν να κάνουν κάποιο περίπατο, απαντούσε είτε πως είναι κουρασμένη, είτε πως δεν της αρέσει να γυρίζει βιτρίνα τη βιτρίνα και να μην μπορεί να αγοράσει κάτι. Φυσικά, όπως κάθε εργαζόμενη μέσα στην κρίση, περνούσε δύσκολα. Αλλά να, τις περισσότερες φορές το είχε βρει ως άλλοθι κι έτσι κυλούσε η ζωή χωρίς… απλώς κυλούσε.
Το ζήτημα όμως είναι ότι δεν έκανε και τίποτα να αλλάξει αυτήν την καταραμένη «μοίρα», που ήθελε τα πάντα να δουλεύουν ρολόι για τ’ αφεντικά αλλά η ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων, όλο μεταθέτονταν από τους κυβερνώντες στο αέναο μέλλον. Όταν και εάν και εφόσον και ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι!
Από καιρό μάλλον είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για συναναστροφές, ίσως και την ίδια τη ζωή. Πιθανά να είχε συμβάλει σ’ αυτό ο αγαπητικός της, που την παράτησε δίχως αιτία και αφορμή ξεκάρφωτη όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να χορέψουν το χορό του Ησαΐα. Όταν χώρισε δεν έδειχνε όμως και τόσο παραιτημένη από τη ζωή. Το αντίθετο! Έβγαινε, μιλούσε, γελούσε, φαίνονταν όλα φυσιολογικά πάνω της. Σταδιακά όμως, και με μεγαλύτερη ένταση μετά την κρίση, συμβιβάστηκε με την έννοια της επιβίωσης. «Έλα μωρέ τι να τις κάνεις τις βόλτες και τα ξενύχτια; Τα βαρέθηκα!» αποκρίνονταν σε κάθε κάλεσμα, που θα έβαζε μια έστω μικρή χρωματιστή πινελιά συναναστροφής στον μαυροπίνακα της καθημερινότητας.
Σχεδόν καμάρωνε που τα φέρνε βόλτα σε σχέση με άλλους, αλλά δεν πάλευε ούτε για τόσο δα περισσότερο. Μοναχά παρακαλούσε μην της αφαιρέσουν κι άλλα. Ίσα, δηλαδή, που ζούσε κι ας ζούσε με τα ελάχιστα. Αλλά αυτή η λογική κι αν ήταν αδιέξοδη: Αν της συνέβαινε κάτι άσχημο, ένα ατύχημα, ή ακόμα και μία αρρώστια, τι θα έκανε; Που θα έβρισκε χρήματα να ανταποκριθεί στις όλο και μεγαλύτερες οικονομικές απαιτήσεις για να γίνει καλά;
Ακόμα κι αν όλα κυλούσαν «ομαλά», τι νόμιζε; Πως μια ζωή θα δουλεύει με τις ίδιες δυνάμεις και θα χαμογελά στους πελάτες, ώστε να την βαθμολογεί με την ίδια απόδοση ο μυστικός πελάτης-ρουφιάνος, που κάθε τρεις και λίγο στέλνονταν από την εταιρία να αξιολογήσει αυτήν και τους συναδέλφους της; Το ξέρε πως μετά από πέντε, δέκα, δεκαπέντε χρόνια, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Το πιο πιθανό θα ήταν να έχει αντικατασταθεί από κάποια νεότερη εργαζόμενη, αλλά σχεδόν εθελοτυφλούσε: «Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει! Να περάσει κι η σημερινή μέρα κι έχει ό Θεός!»
Άλλες φορές διερωτόταν και η ίδια «για ποιο λόγο ζω» αλλά μάταια έψαχνε λόγους κι αφορμές. Απλώς «ζω» απαντούσε. Ίσως να ήταν ευχαριστημένη σε σχέση με άλλους, που άφησαν νωρίς τον κόσμο τούτο και δεν είχαν την πολυτέλεια να «ζουν»! Τι ζωή όμως ήταν αυτή, δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά, ολωσδιόλου δεν πέρναγε από το μυαλό της. Απλώς καταλάμβανε κάμποσο… «τόπο»!
Δεν είχε αμφισβητήσει πότε άλλωστε τα αφεντικά και τα φιρμάνια, που κάθε τόσο ανακοίνωνε ο διευθυντής, ούτε πολύ περισσότερο τα κέρδη που καρπώνονταν από τον ιδρώτα της. Έννοιες όπως τάξη και οργανωμένη πάλη, τής ήταν παντελώς άγνωστες.
Έφταιγε βέβαια και η ηγεσία του σωματείου, που τα ‘χε καλά με τους μετόχους της εταιρίας, δεν ήξερε κανένας με τι όφελος, αλλά το συμφέρον του «καλού εργοδότη που μας προσφέρει δουλειά», ήταν πάνω από όλα! «Να ‘χει τζίρους αυτός, να χούμε κι εμείς δουλειά!» Κι ας μεγάλωναν ολοένα οι τζίροι του, κι ας μειώνονταν ολοένα ο μισθός της!
Ένα μεσημέρι, καθώς πήγαινε σπίτι της, έτυχε να συναντήσει τη μεγάλη πορεία τω εργατών. Το βλέμμα της χάθηκε μέσα στο γεμάτο δυναμισμό πλήθος, στις σφιγμένες γροθιές και σε εκείνους, που πιασμένοι χέρι-χέρι, απαιτούσαν δουλειά με δικαιώματα . Δεν ήξερε γιατί, αλλά καθώς περνούσαν από μπροστά της, της χαμογελούσαν. Κι είχε τόσο καιρό να δει να της χαμογελούν, χωρίς να προσδοκούν κάτι από εκείνη.
Δίχως να το θέλει, δεν ήξερε πως ,ούτε κατάλαβε γιατί, ένα δάκρυ αργόσυρτο κύλησε απ’ την άκρη του ματιού της. Ναι, είναι αλήθεια! Αλλιώς είχε ονειρευτεί τη ζωή της κι αλλιώς της ήρθαν τα πράγματα.
Ίσως πίστευε πως ίσαμε εκεί έφταναν οι δυνάμεις της… Έκανε λάθος. Ο αγώνας δεν είναι έργο μιας πράξης. Κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε μέρα, διεκδικείς ότι ποθεί η καρδιά και ο νους σου, την ίδια τη ζωή! Σκούπισε διακριτικά το δάκρυ και σαν έτοιμη από καιρό, πέταξε από πάνω της την προβιά της «επιβίωσης» και χάθηκε μέσα στην πορεία των εργατών.