Η Βαγγελιώ δίνει τη δυνατότητα ο αναγνώστης να καθρεφτιστεί!
Βιβλιοπωλείο Αυτογνωσία
Απόκληροι
Ο πόλεμος προετοιμάζεται, τα όπλα αγοράστηκαν, ελπίδα πού χάθηκες, στου κόσμου την άκρη… Έλα πίσω ξανά, θα ‘ρθουν τα αφεντικά, να μοιράσουν εκ νέου το χάρτη! Η ειρήνη τους πόλεμος, με το όπλο στον κρόταφο, μη γελάς, τρομοκράτες μας είπαν. Και σηκώνουν μεμιάς, επ’ ώμου το δόκανο, σημαδεύουν του κέρδους, την προίκα! Το αυγό εκκολάπτεται, το ταΐζει η απάθεια, η σιωπή σου ενοχή και καρβέλι. Μα δεν βλέπεις το αύριο, μουντό και μακάβριο, σου ζητά να εξοφλήσεις τα…
Κρίση… στον κύβο!
Το απομεσήμερο, ο Κωστής κατέβαινε το σοκάκι δακρυσμένος αλλά τα γυαλιά ηλίου που φορούσε έκρυβαν τα μάτια του απ’ τους περαστικούς. Δεν ήταν ούτε η πρώτη φορά ούτε επρόκειτο να ήταν η τελευταία που τα έβαζε με τη Ρηνιώ. Κι αυτή η επιμονή της να του ρίχνει το φταίξιμο για την ανεργία που τους τρύπαγε το στομάχι και προπάντων την ψυχή κι είχε διεισδύσει σα δαίμονας ανάμεσα στα στέφανά τους, τον είχε σακατέψει. Δεν ήταν μονάχα πως είχανε καιρό πολύ…
Παράξενες μέρες
Βαδίζω τη λεωφόρο μονάχος Ασφυκτιώ! Ψάχνω αέρα, ν’ ανασάνω λεύτερα, μα διάβασα πως τον πουλάνε στις αγορές και τα παζάρια. Αναζητώ το χάιδεμα απ’ το δροσερό βοριαδάκι μα ‘ναι λέει σήμερα ακριβό κι εγώ έχω μείνει ρέστος από καιρό. Σουρουπώνει μα απαγορεύεται αυστηρά η κίνησις. Η κίνησις και προπαντός η διαμαρτυρία! Τα κεφάλια μέσα! Ακούτε; Σιωπή! Κι είναι ετούτη η ώρα, που με κατακλύζει πιότερο ο φόβος. Σιωπηηηή!!! Τώρα αρχινάνε το χορό τους οι σκιές των πεινασμένων… των χορτάτων με…
Ο νέος άνθρωπος γεννάται
Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το φως έχει ειπωθεί. Και βρήκαμε τη λέξη να το περιγρ άψουμε: σοσιαλισμός! Το φως δεν αγνοεί τις λέξεις. Εξουσία Λαϊκή η στολή παραλλαγής του. Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το σκότος έχει ειπωθεί Μα δε βρήκαμε λέξη που να το σκοτώσει. Το σκότος εγκλωβίζει ακόμα και τις λέξεις. Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το φαϊ έχει ειπωθεί Μα ακόμα δεν χόρτασαν οι πεινασμένοι… Ό,τι ήταν να ειπωθεί για το κράτος τους…