Ένα ντεπόν!

Ένα ντεπόν!

Ξύπνησε αξημέρωτα. Από το βράδυ είχε πονοκέφαλο και νόμιζε η αφελης, πως αν κοιμηθεί,  θα της περάσει. Αμ δε! Όσο διάβαινε ο χρόνος, τόσο δυνάμωνε κι ο πονοκέφαλος της! Ήταν κι αυτή η παγωμάρα  του υπέρδιπλου κρεβατιού που είχε αγοράσει με τον «πρώην» της,  που της τριβέλιζε τα σωθικά.

Όχι, δεν είχε μετανιώσει με την επιλογή της να τον βάλει στον «πάγο» μετά από τρία χρόνια σχέσης. Αλλά να, ήταν τα συναισθήματα που ένιωθε γι’ αυτόν κι ας μην τ’ άξιζε, ήταν και ο φόβος από την άλλη να ‘πομείνει μονάχη κι ανησυχούσε πως θα βγάζε πέρα  τις ανηφοριές της ζωής. Δεν ήταν δα και νέα για να προχωράει μπροστά ασυμβίβαστα και χωρίς ταλαντεύσεις…

Είχε κλείσει ήδη τα σαρανταδυό  κι ήταν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα καταφέρει να βρει κάποιον άνθρωπο της προκοπής για να κάνει η δόλια ένα παιδί να φτερουγίζει μαζί της στα όνειρα και να δώσει πνοή και ζωή στην δύσκολη, είν’ αλήθεια, καθημερινότητά της.

Λένε συχνά, πως η ανεργία σπάει κόκκαλα! Κι εκείνη ήταν εδώ και μήνες απολυμένη για τη συνδικαλιστική της δράση… όχι πως οι υπόλοιποι που δεν συνδικαλίζονταν έμειναν στη δουλειά! Εκείνοι έφυγαν πρώτοι!!! Τα αφεντικό το πε καθαρά. Δεν το πε δηλαδή, αλλά να, στο μυαλό της Ελπίδας όλα ήταν καθαρά και ξάστερα: «Σας στύψαμε, σας ρουφήξαμε το αίμα, ως κάνει η νυφίτσα στα θηράματά της, τώρα παραμεγαλώσατε και δεν μας συμφέρει πια να σας απασχολούμε!» Βλέπεις οι δυνάμεις των νέων είναι περισσότερες και οι μισθοί κατά πολύ μικρότεροι. Άσε που οι εργοδότες επιδοτούνται όλο το μισθολογικό κόστος από τα χρήματα των εργαζομένων, που υπό άλλες κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες, θα τα έπαιρναν οι άνεργοι.

«Αυτός είναι ο καπιταλισμός» έλεγε και ξανάλεγε η Ελπίδα, αλλά τούτο δεν της έδινε λεφτά να πληρώσει το νοίκι, ούτε και φαί να γεμίσει την κοιλιά… Τουλάχιστον πήρε μια ψωροαποζημείωση να τα βγάλει πέρα για  μερικούς μήνες, κάτω από ζοφερές συνθήκες τρομερής οικονομίας και περιορισμού της ικανοποίησης των αναγκών της στο ελάχιστο.  

Μετρούσε και σκέφτονταν καλά, που θα διαθέσει και το τελευταίο της ευρουλάκι. Ήξερε βέβαια πως αυτό δεν ήταν λύση, αλλά τι να κάνε; Κόψε κάτι τις από δω, κόψε από κει, άφησε απλήρωτους  λογαριασμούς, κάτι θα βρει να ζήσει κι εκείνη όπως ζει η τάξη της: «Κουτσά στραβά»!

 Το «κι ανάποδα» η εργατική τάξη το είχε εγκαταλείψει προ πολλού. Βλέπεις, από τότε που η κόκκινη σημαία κατέβηκε από το Κρεμλίνο βαρύς χειμώνας σκόρπισε στη γη ολάκερη. Το ζήτημα, βέβαια, δεν ήταν αυτό, καθώς μέσα από λάθη και παραλείψεις το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο ανατράπηκε και η σκόνη της συντριβής του κάλυψε, σαν ηφαιστειακή λάβα, όλα τα δημιουργήματα του ανθρώπου, στην πορεία από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας. Το ζήτημα ήταν πως δεν ήθελε να κάτσει να κλαίει τη μοίρα της μιας και ούτε στη μοίρα πίστευε, ούτε πλέον στη δύναμη της να ανατρέψει τα δεδομένα της καθημερινότητας , που την έπνιγε ολοένα. Και μέσα σ’ όλα αυτά ήταν και ο Κωστής. Ο σύντροφός της στη ζωή, που μόλις είδε πως η Ελπίδα, μόνο ελπίδα δεν ενέπνεε πια, αφού δεν μπορούσε να συμβάλει στο καθημερινό όπως τουλάχιστον το έπραττε τα προηγούμενα χρόνια, του έβαλε κι εκείνη βέβαια όρους και προϋποθέσεις για να τραβήξουν μπρος αντάμα, μάζεψε τα μπογαλάκια του και την άφησε ξεκρέμαστη! Κι όσο πέρναγε ο καιρός κι ήθελε η Ελπίδα να πατήσει στα ποδάρια της, τόσο πλήθαιναν οι πονοκέφαλοι. Είχε γίνει πια ασθενική κι αδύναμη.

Πως αλήθεια θα μπορούσε να ναι δυνατή και ζωηρή εφόσον την έβγαζε με όσπρια και μακαρόνια, άντε και κανένα μπούτι από κοτόπουλο της Κυριακές να σπάει κάπως η μονοτονία. Και καθόταν, και βλέπε στη μικρή παλαιομοδίτικη τηλεόρασή της, τις εκπομπές μαγειρικής και της έτρεχαν τα σάλια. Αλλά έπειτα συλλογιόταν τους πρόσφυγες και τους άστεγους και επανέρχονταν στα συγκαλά τής βουβής και άχρωμης πραγματικότητας.

Ήταν κι αυτό το κομπιούτερ, που το είχαν πάρει με τον Κωστή την περίοδο των παχιών αγελάδων, αφού ως εκεί έφτανε η δική τους πάχυνση, για να επικοινωνούν λέει με τους φίλους τους, που είχαν ξενιτευτεί και δεν ήταν καθόλου λίγοι.

Τώρα, κοιμόταν-σηκωνόταν με πονοκεφάλους, άνοιγε τον υπολογιστή και βυθίζονταν σε μια μονότονα καθημερινή εικόνα ,που έσπαγε με ένα νέο, τέτοιο, που σε χρόνο ντε τε, όλο το διαδίκτυο να το αναπαράγει. Ήξερε πως οι ακόμα κι οι ειδήσεις κατευθύνονταν από το άβατο των μυστικών υπηρεσιών σε ανώδυνα, για το σύστημα, μονοπάτια.

Αλλά να, ήταν σα να φεύγει από το μικρόκοσμο της γκαρσονιέρας της και να συναντά κάπου εκεί έξω, μέσα δηλαδή, στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της, έναν γιατρό που χωρίς χρήματα θα τη θεράπευε, έναν φαρμακοποιό που  χωρίς χρήματα θα της πρόσφερε ένα γιατρικό, που όλο ήθελε να το περιγράψει κι όλο της ξέφευγε από την άκρη της σκέψη της.

Αυτοί οι πονοκέφαλοι, όσα γιατροσόφια κι αν διάβαζε δεν έλεγαν να περάσουν. Κι όπως ήταν χειμώνας και παγωνιά, φοβόταν, ναι φοβόταν, να βγει από το σπίτι της, μην τυχών της συμβεί κάτι χειρότερο, στα καλά καθούμενα και γυρίσει πίσω χειρότερα από πριν.

Αλλά σήμερα, ημέρα Σάββατο, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήθελε  λέει, να ανοίξει τον υπολογιστή της, που δεν είχε ούτε ιντερνέτ  καθώς έμεινε απλήρωτος ο λογαριασμός, και κάποιος φίλος της, να βγει από την οθόνη, να κρατάει λέει ένα ντεπόν και να της το προσφέρει σαν δώρο! Μπορεί να φορούσε κόκκινο σκούφο, να ήταν καλικαντζαράκι ή μάγος, ή οτιδήποτε σκαρφίζονται οι μεγάλοι για να ξεγελούν τα παιδιά και να νιώσει λίγο τη θαλπωρή του τυχαίου και αδιανόητου. Ένα ντεπόν, ένα τόσο δα  χαπάκι ή λίγο μεγαλύτερο αναβράζον, ίσως και διπλής δράσης, για να περάσουν οι αφόρητοι πονοκέφαλοι.

Ένα ντεπόν! Τι ζήτησε στο κάτω κάτω; Κάτι δα μεγάλο; Ένα ντεπόν!!!

«Να είχα, έλεγε και ξανάλεγε, ένα ντεπόν για να ξεπεράσω τον πόνο!»

Τον πόνο, που της προκαλούσε ο καρκίνος, καθώς κατάτρωγε τα κύτταρα του εγκεφάλου της κι έπρεπε να περιμένει, λέει, να έρθει το πολυπόθητο ραντεβού πρώτα για τις εξετάσεις κι έπειτα με τον ογκολόγο για να της καθορίσει τη  θεραπεία. Βλέπετε δεν είχε χρήματα ούτε για απογευματινό ραντεβού, ούτε για ιδιώτη, ενώ το «φακελάκι» ήταν έξω από τη συνείδησή της, αλλά και αντικειμενικά, πάνω από τις δυνατότητες της.

Μόνο ένα ντεπόν! Κι όσο το λέγε και το ξανάλεγε, κανείς άλλος δεν βρίσκονταν μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της, να της αποκριθεί και να τονώσει την Ελπίδα που αργόσβηνε κι ήθελε τόσο, μα τόσο πολύ, να Ζήσει!!!

Comments are closed.